Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναυστολέω
ναυστολήματα
ναυστολίᾱ
ναύτης
ναυτίᾱ
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλίᾱ
ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναύφαρκτος
ναύφθορος
ναῦφι
νάω
νᾱῶν
νεάγγελτος
νεάζω
νεαίρετος
νεακόνητος
View word page
ναυτιώδης
ναυτιώδηςεςadjναυτίᾱ of boredomnauseatingPlu.

ShortDef

nauseous, sickening

Debugging

Headword:
ναυτιώδης
Headword (normalized):
ναυτιώδης
Headword (normalized/stripped):
ναυτιωδης
IDX:
26896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26897
Key:
ναυτιώδης

Data

{'headword_display': '<b>ναυτιώδης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ναυτιώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ναυτίᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of boredom</Indic><Tr>nauseating</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ναυτιώδης'}