Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναυσιπομπός
ναυσιπόρος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστολήματα
ναυστολίᾱ
ναύτης
ναυτίᾱ
ναυτιάω
ναυτικός
ναυτιλίᾱ
ναυτίλλομαι
ναυτίλος
ναυτιώδης
ναυτοδίκαι
ναύφαρκτος
View word page
ναυστολίᾱ
ναυστολίᾱᾱςfnautical expeditionE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναυστολίᾱ
Headword (normalized):
ναυστολίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ναυστολια
IDX:
26888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26889
Key:
ναυστολίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ναυστολίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ναυστολίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>nautical expedition</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ναυστολίᾱ'}