Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ναυπλίᾱ
ναυπόρος
ναυπρύτανις
ναῦς
ναυσθλόω
ναυσίη
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναυσιπομπός
ναυσιπόρος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστολήματα
ναυστολίᾱ
ναύτης
ναυτίᾱ
ναυτιάω
ναυτικός
View word page
ναυσί-στονος
ναυσί-στονοςονadjστόνος of insolent aggressionbringing woe to shipsthrough defeat in battlePi.

ShortDef

lamentable to ships

Debugging

Headword:
ναυσίστονος
Headword (normalized):
ναυσίστονος
Headword (normalized/stripped):
ναυσιστονος
IDX:
26882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26883
Key:
ναυσίστονος

Data

{'headword_display': '<b>ναυσί-στονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναυσί-στονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of insolent aggression</Indic><Tr>bringing woe to ships<Expl>through defeat in battle</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ναυσίστονος'}