Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναυπηγίᾱ
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλίᾱ
ναυπόρος
ναυπρύτανις
ναῦς
ναυσθλόω
ναυσίη
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
ναυσιπομπός
ναυσιπόρος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναύσταθμον
ναυστολέω
ναυστολήματα
ναυστολίᾱ
View word page
ναυσι-κλειτός
ναυσι-κλειτόςή όνadjναῦς of a man, an islandfamed for shipsseafaringOd. hHom.

ShortDef

famed for ships

Debugging

Headword:
ναυσικλειτός
Headword (normalized):
ναυσικλειτός
Headword (normalized/stripped):
ναυσικλειτος
IDX:
26878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26879
Key:
ναυσικλειτός

Data

{'headword_display': '<b>ναυσι-κλειτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναυσι-κλειτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ναῦς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man, an island</Indic><Tr>famed for ships<or/>seafaring</Tr><Au>Od. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ναυσικλειτός'}