Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναυλόχια
ναύλοχος
ναυμαχέω
ναυμαχησείω
ναυμαχίᾱ
ναύμαχος
ναῦος
ναυπηγέω
ναυπηγήσιμος
ναυπηγίᾱ
ναυπηγικός
ναυπήγιον
ναυπηγός
Ναυπλίᾱ
ναυπόρος
ναυπρύτανις
ναῦς
ναυσθλόω
ναυσίη
ναυσικλειτός
ναυσικλυτός
View word page
ναυπηγικός
ναυπηγικόςή όνadjof or relating to shipbuildingfem.sb.art of shipbuildingArist.

ShortDef

skilled in shipbuilding

Debugging

Headword:
ναυπηγικός
Headword (normalized):
ναυπηγικός
Headword (normalized/stripped):
ναυπηγικος
IDX:
26869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26870
Key:
ναυπηγικός

Data

{'headword_display': '<b>ναυπηγικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναυπηγικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>of or relating to shipbuilding</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of shipbuilding</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ναυπηγικός'}