Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυηγέω
ναυκληρέω
ναυκληρίᾱ
ναυκλήρια
ναυκληρικός
ναύκληρος
ναυκρᾱρίᾱ
ναυκρᾱρικός
ναύκρᾱρος
ναυκρατέες
ναυκρατέω
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλον
ναυλόομαι
ναυλοχέω
ναυλόχια
ναύλοχος
View word page
ναυκρᾱρικός
ναυκρᾱρικόςή όνadjof revenuefrom a naucrarythe naucrariesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναυκρᾱρικός
Headword (normalized):
ναυκρᾱρικός
Headword (normalized/stripped):
ναυκραρικος
IDX:
26850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26851
Key:
ναυκρᾱρικός

Data

{'headword_display': '<b>ναυκρᾱρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναυκρᾱρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of revenue</Indic><Tr>from a naucrary<or/>the naucraries</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ναυκρᾱρικός'}