Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ναυαρχέω
ναυαρχίᾱ
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβάτης
ναύδετον
ναυηγέω
ναυκληρέω
ναυκληρίᾱ
ναυκλήρια
ναυκληρικός
ναύκληρος
ναυκρᾱρίᾱ
ναυκρᾱρικός
ναύκρᾱρος
ναυκρατέες
ναυκρατέω
Ναύκρατις
ναυκράτωρ
ναῦλον
ναυλόομαι
View word page
ναυκληρικός
ναυκληρικόςή όνadjof or relating to a ship-ownerneut.pl.sb.ship-owningPl.

ShortDef

of or for a ναύκληρος

Debugging

Headword:
ναυκληρικός
Headword (normalized):
ναυκληρικός
Headword (normalized/stripped):
ναυκληρικος
IDX:
26847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26848
Key:
ναυκληρικός

Data

{'headword_display': '<b>ναυκληρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναυκληρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>of or relating to a ship-owner</Def><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>ship-owning</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ναυκληρικός'}