Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νᾱός
νᾱοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νᾱ́ποινος
νάπος
νᾶπυ
νάρδινος
νάρδος
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
ναρκώδης
νάσθην
νᾱσιώτᾱς
νασμός
νᾶσος
νάσσα
View word page
ναρθηκο-φόρος
ναρθηκο-φόροςουmφέρω fennel-rod bearerref. to a Bacchic worshipperPl.iron., ref. to a fighter in a mock battleX.

ShortDef

carrying a νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized):
ναρθηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοφορος
IDX:
26818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26819
Key:
ναρθηκοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ναρθηκο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ναρθηκο-φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fennel-rod bearer<Expl>ref. to a Bacchic worshipper</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>iron., ref. to a fighter in a mock battle</Indic><Au>X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ναρθηκοφόρος'}