Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νᾱός
νᾱός
νᾱοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νᾱ́ποινος
νάπος
νᾶπυ
νάρδινος
νάρδος
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
ναρκώδης
νάσθην
νᾱσιώτᾱς
νασμός
νᾶσος
View word page
ναρθηκο-πλήρωτος
ναρθηκο-πλήρωτοςονadjνάρθηξπληρόω of the source of fire given to mortalsplaced in a fennel-stalkA.

ShortDef

filling the hollow of the νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοπλήρωτος
Headword (normalized):
ναρθηκοπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοπληρωτος
IDX:
26817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26818
Key:
ναρθηκοπλήρωτος

Data

{'headword_display': '<b>ναρθηκο-πλήρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ναρθηκο-πλήρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νάρθηξ</Ref><Ref>πληρόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the source of fire given to mortals</Indic><Tr>placed in a fennel-stalk</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ναρθηκοπλήρωτος'}