Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νᾱοποιός
νᾱοπόλος
νᾱός
νᾱός
νᾱοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νᾱ́ποινος
νάπος
νᾶπυ
νάρδινος
νάρδος
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
ναρκώδης
νάσθην
νᾱσιώτᾱς
View word page
νάρδινος
νάρδινοςη ονadjνάρδος of a kind of perfumed oilmade from nardPlb.

ShortDef

of nard

Debugging

Headword:
νάρδινος
Headword (normalized):
νάρδινος
Headword (normalized/stripped):
ναρδινος
IDX:
26815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26816
Key:
νάρδινος

Data

{'headword_display': '<b>νάρδινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νάρδινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νάρδος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a kind of perfumed oil</Indic><Tr>made from nard</Tr><Au>Plb.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'νάρδινος'}