Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Νάξος
νᾶον
νᾱοποιός
νᾱοπόλος
νᾱός
νᾱός
νᾱοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νᾱ́ποινος
νάπος
νᾶπυ
νάρδινος
νάρδος
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
ναρκώδης
View word page
νάπος
νάποςεοςουςn mountain valley, glenPi. S. E. Theoc. Biongorge, ravineX.

ShortDef

valley

Debugging

Headword:
νάπος
Headword (normalized):
νάπος
Headword (normalized/stripped):
ναπος
IDX:
26813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26814
Key:
νάπος

Data

{'headword_display': '<b>νάπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νάπος</HL><Infl>εος<VInfl><FmInfl>ους</FmInfl></VInfl></Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>mountain valley, glen</Tr><Au>Pi. S. E. Theoc. Bion</Au></nS1><nS1><Tr>gorge, ravine</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νάπος'}