Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῶμαι
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνος
μῶνυξ
μωραίνω
μωρίᾱ
μωροποιέομαι
μωρός
Μῶσα
μῶσθαι
μωσικός
μῶσο
Μωσοφίλειτος
νᾶα
ναέτᾱς
νᾱέω
ναί
View word page
μωροποιέομαι
μωροποιέομαιmid.contr.vb of avaricecause foolish behaviourPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μωροποιέομαι
Headword (normalized):
μωροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
μωροποιεομαι
IDX:
26771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26772
Key:
μωροποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>μωροποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μωροποιέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of avarice</Indic><Tr>cause foolish behaviour</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μωροποιέομαι'}