Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχός
μυχώδης
μῡ́ω
μῡών
μυωπίζω
μύωψ
μύωψ
Μῶἁ
μῶλος
μῶλυ
View word page
μυχοίτατος
μυχοίτατος
irreg.superl.adj.
see
μύχιος
ShortDef
in the farthest corner
Debugging
Headword:
μυχοίτατος
Headword (normalized):
μυχοίτατος
Headword (normalized/stripped):
μυχοιτατος
IDX:
26749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26750
Key:
μυχοίτατος
Data
{'headword_display': '<b>μυχοίτατος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μυχοίτατος<LblR>irreg.superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μύχιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μυχοίτατος'}