Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχός
μυχώδης
μῡ́ω
μῡών
μυωπίζω
μύωψ
View word page
μυχθισμός
μυχθισμόςοῦm laboured breathinggaspingw.gen.of dying menE.

ShortDef

a snorting, moaning

Debugging

Headword:
μυχθισμός
Headword (normalized):
μυχθισμός
Headword (normalized/stripped):
μυχθισμος
IDX:
26745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26746
Key:
μυχθισμός

Data

{'headword_display': '<b>μυχθισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μυχθισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>laboured breathing</Def><Tr>gasping<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of dying men</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μυχθισμός'}