Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχός
μυχώδης
μῡ́ω
μῡών
View word page
μύχατος
μύχατος
superl.adj.
see
μύχιος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μύχατος
Headword (normalized):
μύχατος
Headword (normalized/stripped):
μυχατος
IDX:
26743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26744
Key:
μύχατος
Data
{'headword_display': '<b>μύχατος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μύχατος<LblR>superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μύχιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μύχατος'}