Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυστήρια
μυστηρικός
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχός
μυχώδης
View word page
μυττωτεύω
μυττωτεύωAtt.vbμυσσωτός pound into a savoury saucefig.beat to a pulpa personAr.

ShortDef

to hash up, make mince-meat of

Debugging

Headword:
μυττωτεύω
Headword (normalized):
μυττωτεύω
Headword (normalized/stripped):
μυττωτευω
IDX:
26741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26742
Key:
μυττωτεύω

Data

{'headword_display': '<b>μυττωτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μυττωτεύω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>μυσσωτός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>pound into a savoury sauce</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>beat to a pulp</Tr><Obj>a person<Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'μυττωτεύω'}