Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυσταγωγός
μύσταξ
μυστήρια
μυστηρικός
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
View word page
μυσώδης
μυσώδηςεςadjμύσος of an act of impietyabominablePlu.

ShortDef

abominable

Debugging

Headword:
μυσώδης
Headword (normalized):
μυσώδης
Headword (normalized/stripped):
μυσωδης
IDX:
26739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26740
Key:
μυσώδης

Data

{'headword_display': '<b>μυσώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυσώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μύσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an act of impiety</Indic><Tr>abominable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυσώδης'}