Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡσίδδω
Μῡσοί
μύσος
μυσπολέω
μυσσωτός
μυσταγωγίᾱ
μυσταγωγός
μύσταξ
μυστήρια
μυστηρικός
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μύχατος
View word page
μυστηριῶτις
μυστηριῶτιςιδοςfem.adj of a trucefor the MysteriesAeschin.

ShortDef

of or for the mysteries

Debugging

Headword:
μυστηριῶτις
Headword (normalized):
μυστηριῶτις
Headword (normalized/stripped):
μυστηριωτις
IDX:
26733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26734
Key:
μυστηριῶτις

Data

{'headword_display': '<b>μυστηριῶτις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυστηριῶτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a truce</Indic><Tr>for the Mysteries</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυστηριῶτις'}