Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μύσαν
μυσαρός
μυσάττομαι
μῡσίδδω
Μῡσοί
μύσος
μυσπολέω
μυσσωτός
μυσταγωγίᾱ
μυσταγωγός
μύσταξ
μυστήρια
μυστηρικός
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστῑλάομαι
μυστῑ́λη
μυστοδόκος
μυσώδης
Μυτιλήνη
View word page
μύσταξ
μύσταξακοςdial.mperh.reltd.μάσταξ moustacheTheoc. Plu.

ShortDef

the upper lip, the moustache

Debugging

Headword:
μύσταξ
Headword (normalized):
μύσταξ
Headword (normalized/stripped):
μυσταξ
IDX:
26730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26731
Key:
μύσταξ

Data

{'headword_display': '<b>μύσταξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μύσταξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>dial.m</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>μάσταξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>moustache</Tr><Au>Theoc. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μύσταξ'}