Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
μύρτον
μύρτος
μῡ́ρω
μύρωμα
μῦς
μύσαγμα
μύσαν
μυσαρός
μυσάττομαι
μῡσίδδω
Μῡσοί
μύσος
μυσπολέω
μυσσωτός
μυσταγωγίᾱ
μυσταγωγός
View word page
μύσαγμα
μύσαγμαατοςnμυσάττομαι feeling of revulsiondisgust, distasteA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύσαγμα
Headword (normalized):
μύσαγμα
Headword (normalized/stripped):
μυσαγμα
IDX:
26719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26720
Key:
μύσαγμα

Data

{'headword_display': '<b>μύσαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μύσαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μυσάττομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>feeling of revulsion</Def><Tr>disgust, distaste</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μύσαγμα'}