Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μύρρᾱ
μύρρινος
μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
μύρτον
μύρτος
μῡ́ρω
μύρωμα
μῦς
μύσαγμα
μύσαν
μυσαρός
μυσάττομαι
μῡσίδδω
Μῡσοί
μύσος
μυσπολέω
μυσσωτός
View word page
μύρωμα
μύρωμαατοςnμύρον application of perfumeAr.

ShortDef

ointment spread for use

Debugging

Headword:
μύρωμα
Headword (normalized):
μύρωμα
Headword (normalized/stripped):
μυρωμα
IDX:
26717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26718
Key:
μύρωμα

Data

{'headword_display': '<b>μύρωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μύρωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μύρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>application of perfume</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μύρωμα'}