Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυροποιός
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυρόχριστος
μύρρᾱ
μύρρινος
μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
μύρτον
μύρτος
μῡ́ρω
μύρωμα
μῦς
μύσαγμα
μύσαν
μυσαρός
μυσάττομαι
μῡσίδδω
View word page
μυρτίς
μυρτίςίδοςfμύρτος myrtle shrubmyrtlePhilox.Leuc. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρτίς
Headword (normalized):
μυρτίς
Headword (normalized/stripped):
μυρτις
IDX:
26713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26714
Key:
μυρτίς

Data

{'headword_display': '<b>μυρτίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μυρτίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μύρτος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>myrtle shrub</Def><Tr>myrtle</Tr><Au>Philox.Leuc. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μυρτίς'}