Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡ́ρομαι
μύρον
μυροποιός
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυρόχριστος
μύρρᾱ
μύρρινος
μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
μύρτον
μύρτος
μῡ́ρω
μύρωμα
μῦς
μύσαγμα
μύσαν
μυσαρός
View word page
μυρσινο-ειδής
μυρσινο-ειδήςέςadjμύρσινοςεἶδος1 of brancheshaving the form of myrtleof myrtlehHom.

ShortDef

myrtle-like

Debugging

Headword:
μυρσινοειδής
Headword (normalized):
μυρσινοειδής
Headword (normalized/stripped):
μυρσινοειδης
IDX:
26711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26712
Key:
μυρσινοειδής

Data

{'headword_display': '<b>μυρσινο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυρσινο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μύρσινος</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of branches</Indic><Def>having the form of myrtle</Def><Tr>of myrtle</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυρσινοειδής'}