Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡριοτεύχης
μῡριοφόρος
μῡριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μῡ́ρομαι
μύρον
μυροποιός
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυρόχριστος
μύρρᾱ
μύρρινος
μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
μύρτον
μύρτος
μῡ́ρω
View word page
μυρό-χριστος
μυρό-χριστοςονadjχριστός anointed with perfumeE.Cyc.

ShortDef

anointed with unguent

Debugging

Headword:
μυρόχριστος
Headword (normalized):
μυρόχριστος
Headword (normalized/stripped):
μυροχριστος
IDX:
26706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26707
Key:
μυρόχριστος

Data

{'headword_display': '<b>μυρό-χριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυρό-χριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χριστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>anointed with perfume</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μυρόχριστος'}