Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡριοστός
μῡριοστύς
μῡριοτᾱγός
μῡριοτεύχης
μῡριοφόρος
μῡριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μῡ́ρομαι
μύρον
μυροποιός
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυρόχριστος
μύρρᾱ
μύρρινος
μυρρινών
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρτίς
View word page
μυρο-ποιός
μυρο-ποιόςοῦmποιέω maker of perfumesperfumerAnacr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυροποιός
Headword (normalized):
μυροποιός
Headword (normalized/stripped):
μυροποιος
IDX:
26703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26704
Key:
μυροποιός

Data

{'headword_display': '<b>μυρο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μυρο-ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>maker of perfumes</Def><Tr>perfumer</Tr><Au>Anacr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μυροποιός'}