Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
μῡριοστός
μῡριοστύς
μῡριοτᾱγός
μῡριοτεύχης
μῡριοφόρος
μῡριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μῡ́ρομαι
View word page
μῡριο-πληθής
μῡριο-πληθήςέςadjπλῆθος of good ordercreating an abundant populationE.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡριοπληθής
Headword (normalized):
μῡριοπληθής
Headword (normalized/stripped):
μυριοπληθης
IDX:
26691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26692
Key:
μῡριοπληθής

Data

{'headword_display': '<b>μῡριο-πληθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡριο-πληθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of good order</Indic><Tr>creating an abundant population</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μῡριοπληθής'}