Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
μῡριοστός
μῡριοστύς
μῡριοτᾱγός
μῡριοτεύχης
μῡριοφόρος
μῡριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
View word page
μῡριό-πλεθρος
μῡριό-πλεθροςονadjπλέθρον of landmeasuring ten thousand plethraPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡριόπλεθρος
Headword (normalized):
μῡριόπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
μυριοπλεθρος
IDX:
26690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26691
Key:
μῡριόπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>μῡριό-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡριό-πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>measuring ten thousand plethra</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῡριόπλεθρος'}