Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
μῡριοστός
μῡριοστύς
μῡριοτᾱγός
μῡριοτεύχης
μῡριοφόρος
μῡριωπός
μύρμηξ
View word page
μῡριοπλάσιος
μῡριοπλάσιοςονadj of thingsten thousand times morew.compar.gen.than persons, i.e. than they haveX.of harmful things, than an animal, i.e. than it can doArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡριοπλάσιος
Headword (normalized):
μῡριοπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
μυριοπλασιος
IDX:
26689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26690
Key:
μῡριοπλάσιος

Data

{'headword_display': '<b>μῡριοπλάσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡριοπλάσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>ten thousand times more<Expl><GLbl>w.compar.gen.</GLbl>than persons, i.e. than they have</Expl></Tr><Au>X.</Au><aS2><Indic>of harmful things, than an animal, i.e. than it can do</Indic><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μῡριοπλάσιος'}