Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυρεψός
μῡριάκις
μῡριάμφορος
μῡρίανδρος
μῡριάρχης
μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
μῡριοστός
μῡριοστύς
View word page
μῡριό-καρπος
μῡριό-καρποςονadjμῡρίοςκαρπός1 of foliagewith innumerable fruitsS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡριόκαρπος
Headword (normalized):
μῡριόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
μυριοκαρπος
IDX:
26684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26685
Key:
μῡριόκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>μῡριό-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡριό-καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῡρίος</Ref><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of foliage</Indic><Tr>with innumerable fruits</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῡριόκαρπος'}