Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυρεψικός
μυρεψός
μῡριάκις
μῡριάμφορος
μῡρίανδρος
μῡριάρχης
μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
μῡριοστός
View word page
μυρῑ́κινος
μυρῑ́κινοςη ονadj of the shootof a tamariskIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρῑ́κινος
Headword (normalized):
μυρῑ́κινος
Headword (normalized/stripped):
μυρικινος
IDX:
26683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26684
Key:
μυρῑ́κινος

Data

{'headword_display': '<b>μυρῑ́κινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυρῑ́κινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the shoot</Indic><Tr>of a tamarisk</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυρῑ́κινος'}