Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡ́ραινα
μυρεψικός
μυρεψός
μῡριάκις
μῡριάμφορος
μῡρίανδρος
μῡριάρχης
μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
μῡριόνεκρος
μῡριόνταρχος
μῡριοπλάσιος
μῡριόπλεθρος
μῡριοπληθής
μῡρίος
View word page
μυρίκη
μυρίκηηςfnom.pl.
μυρῖκαιmetri grat.
tamariskIl. hHom. Hdt. Theoc.

ShortDef

the tamarisk

Debugging

Headword:
μυρίκη
Headword (normalized):
μυρίκη
Headword (normalized/stripped):
μυρικη
IDX:
26682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26683
Key:
μυρίκη

Data

{'headword_display': '<b>μυρίκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μυρίκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>nom.pl.</Lbl><Form>μυρῖκαι<Expl><ital>metri grat.</ital></Expl></Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>tamarisk</Tr><Au>Il. hHom. Hdt. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μυρίκη'}