Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡ́νη
μύξα
μυξωτῆρες
μυομαχίᾱ
μυοπάρων
μύουρος
μῡ́ραινα
μυρεψικός
μυρεψός
μῡριάκις
μῡριάμφορος
μῡρίανδρος
μῡριάρχης
μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
μῡριόκαρπος
μῡριόκρᾱνος
μῡριόλεκτος
View word page
μῡρι-άμφορος
μῡρι-άμφοροςονadjἀμφορεύς of a verbal expressionwith the capacity of countless amphorasi.e. infinitely impressiveAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡριάμφορος
Headword (normalized):
μῡριάμφορος
Headword (normalized/stripped):
μυριαμφορος
IDX:
26676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26677
Key:
μῡριάμφορος

Data

{'headword_display': '<b>μῡρι-άμφορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡρι-άμφορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀμφορεύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a verbal expression</Indic><Tr>with the capacity of countless amphoras<Expl>i.e. infinitely impressive</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῡριάμφορος'}