Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μυλωθρός
μυλών
μῡμῦ
μῡ́νη
μύξα
μυξωτῆρες
μυομαχίᾱ
μυοπάρων
μύουρος
μῡ́ραινα
μυρεψικός
μυρεψός
μῡριάκις
μῡριάμφορος
μῡρίανδρος
μῡριάρχης
μῡριάς
μῡριέτης
μυρίζω
μυρίκη
μυρῑ́κινος
View word page
μυρεψικός
μυρεψικόςή όνadjμυρεψός of the artof perfumeryArist. of a reed plantused in perfumeryPlb.

ShortDef

of or for unguents

Debugging

Headword:
μυρεψικός
Headword (normalized):
μυρεψικός
Headword (normalized/stripped):
μυρεψικος
IDX:
26673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26674
Key:
μυρεψικός

Data

{'headword_display': '<b>μυρεψικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυρεψικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μυρεψός</Ref></Ety></HG><aS1> <Indic>of the art</Indic><Tr>of perfumery</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a reed plant</Indic><Tr>used in perfumery</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυρεψικός'}