Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μύλακρος
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλίᾱς
μῡλιάω
μυλικός
μύλλω
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρέω
μυλωθρός
μυλών
μῡμῦ
μῡ́νη
μύξα
μυξωτῆρες
μυομαχίᾱ
μυοπάρων
μύουρος
μῡ́ραινα
View word page
μυλωθρέω
μυλωθρέωcontr.vbμυλωθρός be a mill-keepermillerMen.

ShortDef

grind

Debugging

Headword:
μυλωθρέω
Headword (normalized):
μυλωθρέω
Headword (normalized/stripped):
μυλωθρεω
IDX:
26662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26663
Key:
μυλωθρέω

Data

{'headword_display': '<b>μυλωθρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μυλωθρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μυλωθρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a mill-keeper<or/>miller</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μυλωθρέω'}