Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μύκονος
μυκτήρ
μυκτηρόκομπος
μύλακρος
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλίᾱς
μῡλιάω
μυλικός
μύλλω
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρέω
μυλωθρός
μυλών
μῡμῦ
μῡ́νη
μύξα
μυξωτῆρες
μυομαχίᾱ
View word page
μύλλω
μύλλωvb fig., w. sexual connot.grinda womanTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύλλω
Headword (normalized):
μύλλω
Headword (normalized/stripped):
μυλλω
IDX:
26659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26660
Key:
μύλλω

Data

{'headword_display': '<b>μύλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μύλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., w. sexual connot.</Indic><Tr>grind</Tr><Obj>a woman<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μύλλω'}