Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μύκον
Μύκονος
μυκτήρ
μυκτηρόκομπος
μύλακρος
μύλαξ
μύλη
μυλήφατος
μυλίᾱς
μῡλιάω
μυλικός
μύλλω
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρέω
μυλωθρός
μυλών
μῡμῦ
μῡ́νη
μύξα
μυξωτῆρες
View word page
μυλικός
μυλικόςή όνadj of a stonefor a milli.e. millstoneNT.

ShortDef

of or for a mill, (for molars) for a toothache

Debugging

Headword:
μυλικός
Headword (normalized):
μυλικός
Headword (normalized/stripped):
μυλικος
IDX:
26658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26659
Key:
μυλικός

Data

{'headword_display': '<b>μυλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μυλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a stone</Indic><Tr>for a mill<Expl>i.e. millstone</Expl></Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μυλικός'}