Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῡθεύω
μῡθίζω
μῡθιῆται
μῡθικός
μῡθίσδω
μῡθογράφος
μῡθολογεύω
μῡθολογέω
μῡθολόγημα
μῡθολογίᾱ
μῡθολογικός
μῡθολόγος
μῡθοποιός
μῦθος
μῡθώδης
μυῖα
Μυκᾶναι
μῡκάομαι
μῡκή
μῡκηθμός
μῡ́κημα
View word page
μῡθολογικός
μῡθολογικόςή όνadjskilled in story-tellingmyth-makingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῡθολογικός
Headword (normalized):
μῡθολογικός
Headword (normalized/stripped):
μυθολογικος
IDX:
26634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26635
Key:
μῡθολογικός

Data

{'headword_display': '<b>μῡθολογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῡθολογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>skilled in story-telling<or/>myth-making</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῡθολογικός'}