Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀβάπτιστος
ἀβαρής
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάστακτος
ᾱ̔βᾱτᾱ́ς
ἄβατος
αἰεί
αἰειγενέται
αἰείζως
αἰείμνηστος
αἰέλουρος
αἰέν
αἰέναος
αἰενάων
αἰένυπνος
αἰές
αἰετός
ἀίζηλος
αἰζηός
View word page
αἰείζως
αἰείζωςadjseeἀείζωος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰείζως
Headword (normalized):
αἰείζως
Headword (normalized/stripped):
αιειζως
IDX:
2662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2663
Key:
αἰείζως

Data

{'headword_display': '<b>αἰείζως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>αἰείζως</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀείζωος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'αἰείζως'}