Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μουσοπόλος
μουσουργός
μοχθέω
μοχθήματα
μοχθηρίᾱ
μοχθηρός
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλός
μῦ
μῡγαλῆ
μύγις
μυγμός
μῡδαίνω
μῡδαλέος
μυδάω
μυδροκτυπέω
μυδροκτύπος
View word page
μοχλέω
μοχλέωcontr.vb prise upsupportsof a fortificationIl.

ShortDef

they strove to heave

Debugging

Headword:
μοχλέω
Headword (normalized):
μοχλέω
Headword (normalized/stripped):
μοχλεω
IDX:
26603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26604
Key:
μοχλέω

Data

{'headword_display': '<b>μοχλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μοχλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>prise up</Tr><Obj>supports<Expl>of a fortification</Expl><Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μοχλέω'}