Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσουργός
μοχθέω
μοχθήματα
μοχθηρίᾱ
μοχθηρός
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλός
μῦ
μῡγαλῆ
μύγις
μυγμός
μῡδαίνω
μῡδαλέος
μυδάω
View word page
μοχλευτής
μοχλευτήςοῦmμοχλεύω upheaverw.gen.of land and sea, ref. to PoseidonAr.fig.perh.engineerw.gen.of new-fangled wordsAr.

ShortDef

one who heaves by a lever

Debugging

Headword:
μοχλευτής
Headword (normalized):
μοχλευτής
Headword (normalized/stripped):
μοχλευτης
IDX:
26601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26602
Key:
μοχλευτής

Data

{'headword_display': '<b>μοχλευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοχλευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μοχλεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>upheaver<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of land and sea, ref. to Poseidon</Expl></Tr><Au>Ar.</Au><nS2><Indic>fig.</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>engineer<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of new-fangled words</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μοχλευτής'}