Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μουσίζω
μουσικός
μουσίσδω
μουσόληπτος
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσόομαι
μουσοπαλαιολῡ́μᾱς
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσουργός
μοχθέω
μοχθήματα
μοχθηρίᾱ
μοχθηρός
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
View word page
μουσο-πόλος
μουσο-πόλος
Aeol.μοισόπολος
ουm.fπέλω
one who is concerned with the MusespoetsingerSapph. E. Telest. fem.adj.of a lamentpoetical or tunefulE.dub.

ShortDef

serving the Muses

Debugging

Headword:
μουσοπόλος
Headword (normalized):
μουσοπόλος
Headword (normalized/stripped):
μουσοπολος
IDX:
26593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26594
Key:
μουσοπόλος

Data

{'headword_display': '<b>μουσο-πόλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μουσο-πόλος</HL><DL><Lbl>Aeol.</Lbl><FmHL>μοισόπολος</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who is concerned with the Muses</Def><Tr>poet<or/>singer</Tr><Au>Sapph. E. Telest.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>fem.adj.</GLbl><Indic>of a lament</Indic><Def>poetical or tuneful</Def><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'μουσοπόλος'}