Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μουσηγέτης
μουσίζω
μουσικός
μουσίσδω
μουσόληπτος
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσόομαι
μουσοπαλαιολῡ́μᾱς
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσουργός
μοχθέω
μοχθήματα
μοχθηρίᾱ
μοχθηρός
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
View word page
μουσο-ποιός
μουσο-ποιόςόνadjποιέω of the practised skillof poetry-makingE.masc.fem.sb.poetHdt. E. Theoc.epigr.

ShortDef

making poetry, a poet, poetess

Debugging

Headword:
μουσοποιός
Headword (normalized):
μουσοποιός
Headword (normalized/stripped):
μουσοποιος
IDX:
26592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26593
Key:
μουσοποιός

Data

{'headword_display': '<b>μουσο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μουσο-ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the practised skill</Indic><Tr>of poetry-making</Tr><Au>E.</Au><SGrm><GLbl>masc.fem.sb.</GLbl><Def>poet</Def><Au>Hdt. E. Theoc.<Wk>epigr.</Wk></Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μουσοποιός'}