Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μουσαῖος
Μούσαρχος
Μουσεῖος
Μουσηγέτης
μουσίζω
μουσικός
μουσίσδω
μουσόληπτος
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσόομαι
μουσοπαλαιολῡ́μᾱς
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσουργός
μοχθέω
μοχθήματα
μοχθηρίᾱ
μοχθηρός
μοχθίζω
View word page
μουσόομαι
μουσόομαιpass.contr.vbpf.
μεμούσωμαι
be trained in the liberal artsbe educatedAr. neut.pf.pass.ptcpl.sb.sophisticationof a personPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουσόομαι
Headword (normalized):
μουσόομαι
Headword (normalized/stripped):
μουσοομαι
IDX:
26589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26590
Key:
μουσόομαι

Data

{'headword_display': '<b>μουσόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μουσόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>μεμούσωμαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>be trained in the liberal arts</Def><Tr>be educated</Tr><Au>Ar.</Au> <vSGrm><GLbl>neut.pf.pass.ptcpl.sb.</GLbl><Def>sophistication<Expl>of a person</Expl></Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'μουσόομαι'}