Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
μουνόλιθος
μουνομαχέω
μοῦνον
μουνοπάλᾱ
μοῦνος
μουνοτόκος
μουνόφθαλμος
μουνοφυής
μουνόω
Μουνυχίᾱ
μουνώψ
μουριάς
Mοῦσα
Μουσαῖος
Μούσαρχος
Μουσεῖος
Μουσηγέτης
μουσίζω
View word page
μουνο-φυής
μουνο-φυήςέςIon.adjφυή of a row of teethgrowing as oneformed of a single pieceof boneHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουνοφυής
Headword (normalized):
μουνοφυής
Headword (normalized/stripped):
μουνοφυης
IDX:
26573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26574
Key:
μουνοφυής

Data

{'headword_display': '<b>μουνο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μουνο-φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a row of teeth</Indic><Def>growing as one</Def><Tr>formed of a single piece<Expl>of bone</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μουνοφυής'}