Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μουνιχίᾱ
Μουνιχιών
μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
μουνόλιθος
μουνομαχέω
μοῦνον
μουνοπάλᾱ
μοῦνος
μουνοτόκος
μουνόφθαλμος
μουνοφυής
μουνόω
Μουνυχίᾱ
μουνώψ
μουριάς
Mοῦσα
Μουσαῖος
Μούσαρχος
Μουσεῖος
View word page
μουνο-τόκος
μουνο-τόκοςονIon.adj of sheep, goatsthat bearhave borne a single offspringCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουνοτόκος
Headword (normalized):
μουνοτόκος
Headword (normalized/stripped):
μουνοτοκος
IDX:
26571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26572
Key:
μουνοτόκος

Data

{'headword_display': '<b>μουνο-τόκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μουνο-τόκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sheep, goats</Indic><Tr>that bear<or/>have borne a single offspring</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μουνοτόκος'}