Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοσχίον
μοσχοποιέω
μόσχος
μου
μουνάξ
μουναρχέω
Μουνιχίᾱ
Μουνιχιών
μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
μουνόλιθος
μουνομαχέω
μοῦνον
μουνοπάλᾱ
μοῦνος
μουνοτόκος
μουνόφθαλμος
μουνοφυής
μουνόω
Μουνυχίᾱ
View word page
μουνόκωλος
μουνόκωλοςIon.adjseeμονόκωλος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουνόκωλος
Headword (normalized):
μουνόκωλος
Headword (normalized/stripped):
μουνοκωλος
IDX:
26565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26566
Key:
μουνόκωλος

Data

{'headword_display': '<b>μουνόκωλος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μουνόκωλος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>μονόκωλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μουνόκωλος'}