Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μορφώτρια
μόσσῡν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδια
μοσχίον
μοσχοποιέω
μόσχος
μου
μουνάξ
μουναρχέω
Μουνιχίᾱ
Μουνιχιών
μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
μουνόλιθος
μουνομαχέω
μοῦνον
μουνοπάλᾱ
μοῦνος
View word page
μουναρχέω
μουναρχέωIon.contr.vbμουναρχίηIon.fμούναρχοςIon.mseeμοναρχέωμοναρχίᾱμόναρχος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μουναρχέω
Headword (normalized):
μουναρχέω
Headword (normalized/stripped):
μουναρχεω
IDX:
26560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26561
Key:
μουναρχέω

Data

{'headword_display': '<b>μουναρχέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μουναρχέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><HG><HL>μουναρχίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><HG><HL>μούναρχος</HL><PS>Ion.m</PS></HG><XR>see<Ref>μοναρχέω</Ref><Ref>μοναρχίᾱ</Ref><Ref>μόναρχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μουναρχέω'}