Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μορφάζω
μορφή
μόρφνος
μόρφωμα
μορφώτρια
μόσσῡν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδια
μοσχίον
μοσχοποιέω
μόσχος
μου
μουνάξ
μουναρχέω
Μουνιχίᾱ
Μουνιχιών
μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
μουνόλιθος
View word page
μοσχοποιέω
μοσχοποιέωcontr.vbμόσχος 1 make a calfas an idolNT.

ShortDef

to make a calf

Debugging

Headword:
μοσχοποιέω
Headword (normalized):
μοσχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μοσχοποιεω
IDX:
26556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26557
Key:
μοσχοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>μοσχοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μοσχοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μόσχος</Ref> 1</Ety></vHG> <vS1><Tr>make a calf<Expl>as an idol</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μοσχοποιέω'}