Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μορφᾱ̄́εις
μορφάζω
μορφή
μόρφνος
μόρφωμα
μορφώτρια
μόσσῡν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδια
μοσχίον
μοσχοποιέω
μόσχος
μου
μουνάξ
μουναρχέω
Μουνιχίᾱ
Μουνιχιών
μουνογενής
μουνόγληνος
μουνόκωλος
View word page
μοσχίον
μοσχίονουndimin.μόσχος 1 young calfTheoc.

ShortDef

a young calf

Debugging

Headword:
μοσχίον
Headword (normalized):
μοσχίον
Headword (normalized/stripped):
μοσχιον
IDX:
26555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26556
Key:
μοσχίον

Data

{'headword_display': '<b>μοσχίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοσχίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>μόσχος</Ref> 1</Ety></HG> <nS1><Tr>young calf</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μοσχίον'}