Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορυχώτερον
μορφᾱ̄́εις
μορφάζω
μορφή
μόρφνος
μόρφωμα
μορφώτρια
μόσσῡν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδια
μοσχίον
μοσχοποιέω
μόσχος
μου
μουνάξ
μουναρχέω
View word page
μορφώτρια
μορφώτριαᾱςfref. to Circeform-creatorw.gen.of swine, by transforming humansE.

ShortDef

changing men into

Debugging

Headword:
μορφώτρια
Headword (normalized):
μορφώτρια
Headword (normalized/stripped):
μορφωτρια
IDX:
26550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26551
Key:
μορφώτρια

Data

{'headword_display': '<b>μορφώτρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μορφώτρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Indic>ref. to Circe</Indic><Tr>form-creator<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of swine, by transforming humans</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μορφώτρια'}